ἐργάτις

ἐργάτις
ἐργάτ-ῐς (parox.), ιδος, fem. of ἐργάτης,
A workwoman; of the worker bees, Arist.HA627a12, Lyr.Alex.Adesp.7.12 ;

μάθε ὡς ἐ. ἐστὶν [ἡ μέλισσα] LXXPr.6.8a

;

ἐ. βοῦς AP9.741

.
2 Adj. laborious, industrious,

γυναῖκες οὕτω ἐ. Hdt.5.13

;

γλῶσσαν μὲν ἀργὸν χεῖρα δ' εἶχεν ἐργάτιν S.Ph.97

;

βιοτά APl.1.15.6

.
3 working for hire,

Μοῖσ' οὔ πω ἐ. ἦν Pi.I.2.6

; of a courtesan, Archil.184.
II c. gen., working at or producing,

μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν A.Pr. 461

(

ἐργάνην Stob.

); νέκταρος ἐ., of bees, AP9.404.8 (Antiphil.); νήματος ἠλακάτα ib.6.174 (Antip. <Sid.>); σελίδων, of poetesses, ib.9.26.8 (Antip. Thess.); Κύπριδος, of courtesans, ib.5.244.8 (Maced.) ; rare in Prose,

πόλις ἐ. τῶν ἀγαθῶν D.H.2.76

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐργάτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάτις — η βλ. εργάτης …   Dictionary of Greek

  • ἐργάτιδας — ἔργατις workwoman fem acc pl ἐργάτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτιδες — ἔργατις workwoman fem nom/voc pl ἐργάτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτιδος — ἔργατις workwoman fem gen sg ἐργάτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτιν — ἐργάτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ergátis — ERGÁTIS, ĭdis, Gr. Ἐργάτις, ιδος, ist bey den Samiern mit vorhergehendem einerley. Hesych. in Ἐργάτις, s. p. 372 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

  • πυρεργάτις — ἡ, Μ (ενν. τέχνης) αυτή που εργάζεται χρησιμοποιώντας τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἐργάτις, θηλ. του ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”